Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όσκαρ Γουάϊλντ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όσκαρ Γουάϊλντ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Δάφνη Χρονοπούλου: Πεζά Ποιήματα του Όσκαρ Γουάιλντ


                                                      Oscar Fingal OFlahertie Wills Wilde (1854-1900)



Οι  έξι παραβολές  εκδόθηκαν σε έντυπα το 1893 (οι δύο) και το 1894 (όλες μαζί). Τις μετέφρασα, όπως κάνω για αγαπημένα μου, επειδή ήθελα να τα μοιραστώ αλλά και να τα ακούσω στη γλώσσα μου. Ωστόσο, τα είχα διαβάσει στα ελληνικά σε μιά παλιά έκδοση κι έχω μιά αμυδρή ανάμνηση πως η πολύ καλή μετάφραση ήταν του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Το αντίτυπο δεν το έχω πια μα ανακάλυψα πως μιά μετάφραση (ανώνυμη) είχε εκδoθεί σε τεύχος του 1910 στο Νουμά, την οποία το Πανεπιστήμιο Πάτρας έχει αναρτήσει σε pdf.

Τα χαρακτικά είναι του φημισμένου συλλέκτη, σκηνογράφου και Art Nouveau σχεδιαστή Charles Ricketts  που ήταν φίλος και εικονογράφος του Γουάιλντ 



Ο ΠΡΑΤΤΩΝ ΤΟ ΚΑΛΟ



Ήτανε νύχτα και Εκείνος ήταν μόνος. Και είδε μακρυά τα κυκλικά τείχη μίας πόλης. Και πήγε προς την πόλη.
Και όταν πλησίασε άκουσε από μέσα ν’ αντηχούν βήματα της χαράς, γέλια του στόματος της ηδονής και δυνατά λαγούτα. Και χτύπησε την Πύλη και οι φρουροί του άνοιξαν.
Και πρόσεξε  μία έπαυλη από μάρμαρο που είχε στην πρόσοψη μαρμάρινες κολώνες΄ κι’απ’ τις κολώνες κρέμονταν γιρλάντες και μέσα κι έξω είχε κέδρινους πυρσούς. Και μπήκε στην έπαυλη.
Και αφού διέσχισε μία αίθουσα από καρχηδόνιο και μία αίθουσα από ίασπι έφτασε στη μεγάλη αίθουσα των εορτών και είδε ξαπλωμένο πάνω σ’ ένα πορφυρένιο κάθισμα ένα νέο που ήταν στεφανωμένος με κόκκινα τριαντάφυλλα και που τα χείλη του ήταν κόκκινα από το κρασί. Και τον πλησίασε, τον άγγιξε στον ώμο και του είπε: “Γιατί ζεις έτσι;”
Κι ο νέος γύρισε, τον αναγνώρισε και είπε: "Μα ήμουν λεπρός και με θεράπευσες. Πώς αλλιώς να ζήσω;”
Κι Εκείνος διέσχισε την έπαυλη και βγήκε ξανά στο δρόμο. Και ύστερα από λίγο είδε μια γυναίκα που τα ενδύματα και το πρόσωπό της ήταν βαμμένα και είχε πλεγμένα μαργαριτάρια στα πόδια της΄ και πίσω της αργά σαν κυνηγός ερχόταν ένας νέος με πανωφόρι δίχρωμο. Και το πρόσωπο της γυναίκας ήταν ωραίο σαν είδωλο΄ και τα μάτια του νέου έλαμπαν απ’ τον πόθο. ...